ταξιδεύων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταξιδεύων
ταξιδεύοντας
η ταξιδεύουσα το ταξιδεύον
      γενική του ταξιδεύοντος
ταξιδεύοντα
της ταξιδεύουσας
ταξιδευούσης*
του ταξιδεύοντος
    αιτιατική τον ταξιδεύοντα την ταξιδεύουσα το ταξιδεύον
     κλητική ταξιδεύων
ταξιδεύοντα
ταξιδεύουσα ταξιδεύον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταξιδεύοντες οι ταξιδεύουσες τα ταξιδεύοντα
      γενική των ταξιδευόντων των ταξιδευουσών των ταξιδευόντων
    αιτιατική τους ταξιδεύοντες τις ταξιδεύουσες τα ταξιδεύοντα
     κλητική ταξιδεύοντες ταξιδεύουσες ταξιδεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταξιδεύων < (καθαρεύουσα) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ταξιδεύω κατά τις αρχαίες μετοχές σε -ων

Μετοχή[επεξεργασία]

ταξιδεύων

  • (αρχαιοπρεπές) εκείνος που κάνει ταξίδι, ενώ ταξιδεύει, με το να κάνει ταξίδι
    οι ταξιδεύοντες προς Κρήτη παρακαλούνται να προσέλθουν εις την...
    ※  Οι ταξιδεύοντες αεροπορικώς στο εσωτερικό της ΕΕ πολίτες έχουν το δικαίωμα να αγοράζουν αδασμολόγητα είδη από τα ευρισκόμενα στα διεθνή αεροδρόμια ειδικά καταστήματα. Ωστόσο, οι ταξιδιώτες μπορούν να αγοράζουν τα είδη αυτά μόνον από τα καταστήματα του αεροδρομίου αναχώρησης. (eur‑lex.europa.eu, ερώτηση προς την Επιτροπή, 1997)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ταξίδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]