ταξιδιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.ksiˈðʝo.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταξιδιώτης αρσενικό (θηλυκό ταξιδιώτισσα)
[επεξεργασία]
- ταξιδευτής
- ταξιδιάρης
- ταξιδιωτικός
- → και δείτε τη λέξη ταξίδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ ταξιδιώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)