ταξιτζής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταξιτζής αρσενικό (θηλυκό: ταξιτζού)
- (επάγγελμα) ο οδηγός ή ο ιδιοκτήτης ταξί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταξί