ταπί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταπί < (άμεσο δάνειο) γαλλική tapis < λατινική tapes < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ταπί άκλιτο