ταπίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταπίον < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طاپو (tapu) + λόγια κατάληξη -ίον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταπίον άκλιτο
- (καθαρεύουσα) (παρωχημένο) επίσημος οθωμανικός τίτλος, συμβόλαιο κατοχής γής ή εκχώρησης γης για καλλιέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταπίον
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .