ταράτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταράτσα | οι | ταράτσες |
γενική | της | ταράτσας | των | ταρατσών |
αιτιατική | την | ταράτσα | τις | ταράτσες |
κλητική | ταράτσα | ταράτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταράτσα < (άμεσο δάνειο) βενετική terazza < λατινική terra < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (στεγνός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταράτσα θηλυκό
- η επίπεδη στέγη ενός σπιτιού, συνήθως πολυκατοικίας
- βεράντα, στεγασμένος εξωτερικός χώρος σπιτιού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- την έκανα ταράτσα, την ταράτσωσα - έφαγα πάρα πολύ, και πολύ καλά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)