ταρίχευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταρίχευσῐς αἱ ταριχεύσεις
      γενική τῆς ταριχεύσεως τῶν ταριχεύσεων
      δοτική τῇ ταριχεύσει ταῖς ταριχεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ταρίχευσῐν τὰς ταριχεύσεις
     κλητική ! ταρίχευσῐ ταριχεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταριχεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ταριχευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταρίχευσις < ταριχεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταρίχευσις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]