ταρακουνιέμαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.ɾa.kuˈɲe.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]ταρακουνιέμαι, αόρ.: ταρακουνήθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος ταρακουνώ, ταρακουνάω
ταρακουνιέμαι, αόρ.: ταρακουνήθηκα