ταραμάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταραμάς | οι | ταραμάδες |
γενική | του | ταραμά | των | ταραμάδων |
αιτιατική | τον | ταραμά | τους | ταραμάδες |
κλητική | ταραμά | ταραμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταραμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tarama + -ς
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταραμάς αρσενικό
- (γαστρονομία) αβγά ψαριού συνήθως κυπρίνου
- (συνεκδοχικά) ταραμοσαλάτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)