ταραντούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταραντούλα οι ταραντούλες
      γενική της ταραντούλας των ταραντουλών
    αιτιατική την ταραντούλα τις ταραντούλες
     κλητική ταραντούλα ταραντούλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταραντούλα < μεσαιωνική λατινική tarantula < παλαιοϊταλική tarantola < Taras < αρχαία ελληνική Τάρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταραντούλα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]