τατζικικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τατζικικά | ||
γενική | των | τατζικικών | ||
αιτιατική | τα | τατζικικά | ||
κλητική | τατζικικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τατζικικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό