ταυρομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυρομάχος < ταυρομαχία < ταύρος + -μαχία (< μάχομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tav.ɾɔ.ˈma.xɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταυρομάχος αρσενικό
- στις ταυρομαχίες, αυτός που αγωνίζεται απέναντι σε ταύρους
- στις ταυρομαχίες, αυτός που θανατώνει τον ταύρο