ταυρόκερως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυρόκερως < ταύρος > κέρας

Επίθετο[επεξεργασία]

ταυρόκερως αρσενικό