ταυτογνωμονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυτογνωμονώ < ταυτο- + γνωμον- (< γνώμη)

Ρήμα[επεξεργασία]

ταυτογνωμονώ

  1. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ
    νομολογία και θεωρία ταυτογνωμονούν ότι αναγκαστική εκτέλεση επιτρεπτώς επισπεύδεται σε βάρος ομόρρυθμου μέλους για χρέη της ομόρρυθμης εταιρίας (περιοδικό Δίκη, Ιουλ.-Σεπτ. 2007)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]