ταυτοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυτοποιώ < ταυτο- + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ταυτοποιώ (παθητική φωνή: ταυτοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]