ταυτοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ταυτοποιώ (παθητική φωνή: ταυτοποιούμαι)
- (νεολογισμός) αναγνωρίζω κάποιον, πιστοποιώ την ταυτότητά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταυτοποιώ | ταυτοποιούσα | θα ταυτοποιώ | να ταυτοποιώ | ταυτοποιώντας | |
β' ενικ. | ταυτοποιείς | ταυτοποιούσες | θα ταυτοποιείς | να ταυτοποιείς | (ταυτοποίει) | |
γ' ενικ. | ταυτοποιεί | ταυτοποιούσε | θα ταυτοποιεί | να ταυτοποιεί | ||
α' πληθ. | ταυτοποιούμε | ταυτοποιούσαμε | θα ταυτοποιούμε | να ταυτοποιούμε | ||
β' πληθ. | ταυτοποιείτε | ταυτοποιούσατε | θα ταυτοποιείτε | να ταυτοποιείτε | ταυτοποιείτε | |
γ' πληθ. | ταυτοποιούν(ε) | ταυτοποιούσαν(ε) | θα ταυτοποιούν(ε) | να ταυτοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταυτοποίησα | θα ταυτοποιήσω | να ταυτοποιήσω | ταυτοποιήσει | ||
β' ενικ. | ταυτοποίησες | θα ταυτοποιήσεις | να ταυτοποιήσεις | ταυτοποίησε | ||
γ' ενικ. | ταυτοποίησε | θα ταυτοποιήσει | να ταυτοποιήσει | |||
α' πληθ. | ταυτοποιήσαμε | θα ταυτοποιήσουμε | να ταυτοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ταυτοποιήσατε | θα ταυτοποιήσετε | να ταυτοποιήσετε | ταυτοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ταυτοποίησαν ταυτοποιήσαν(ε) |
θα ταυτοποιήσουν(ε) | να ταυτοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταυτοποιήσει | είχα ταυτοποιήσει | θα έχω ταυτοποιήσει | να έχω ταυτοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταυτοποιήσει | είχες ταυτοποιήσει | θα έχεις ταυτοποιήσει | να έχεις ταυτοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταυτοποιήσει | είχε ταυτοποιήσει | θα έχει ταυτοποιήσει | να έχει ταυτοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταυτοποιήσει | είχαμε ταυτοποιήσει | θα έχουμε ταυτοποιήσει | να έχουμε ταυτοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταυτοποιήσει | είχατε ταυτοποιήσει | θα έχετε ταυτοποιήσει | να έχετε ταυτοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταυτοποιήσει | είχαν ταυτοποιήσει | θα έχουν ταυτοποιήσει | να έχουν ταυτοποιήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυτοποιώ