ταφεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ταφεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θάβομαι και θάπτομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θάβομαι και θάπτομαι
- θα ταφεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θάβομαι και θάπτομαι