ταφών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταφῶν, τάφων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ταφών θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ταφών < θέμα ταφ-, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τέθηπα, αόριστος με σημασία ενεστώτα (ρήμα χωρίς ενεργητικό ενεστώτα) < → δείτε τη λέξη θάπτω

Μετοχή[επεξεργασία]

ταφών

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταφών οἱ ταφῶνες
      γενική τοῦ ταφῶνος τῶν ταφώνων
      δοτική τῷ ταφῶν τοῖς ταφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ταφῶν τοὺς ταφῶνᾰς
     κλητική ! ταφών ταφῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταφῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ταφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ταφών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τάφ(ος) + -ών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταφών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]