ταφώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταφώνας | οι | ταφώνες |
γενική | του | ταφώνα | των | ταφώνων |
αιτιατική | τον | ταφώνα | τους | ταφώνες |
κλητική | ταφώνα | ταφώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταφώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταφών, συνηρημένος τύπος του ταφεών (χώρος ταφής) από την αιτιατική «τὸν ταφῶνα» με κατάληξη -ώνας. Ως νεολογισμός, αναδημιουργία της λέξης.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /taˈfo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐φώ‐νας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταφώνας αρσενικό
- (νεολογισμός) χώρος με πολλούς τάφους λόγω μιας πανδημίας
- ※ Εκπληκτοι και άναυδοι ακούσαμε προ ημερών σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης να αναγγέλλει, με έμφαση ότι: «ο δήμος έχει εξασφαλίσει “ταφώνες” (sic) για τους νεκρούς του κορωνοϊού», υπονοώντας ασφαλώς τους ομαδικούς τάφους.
Ετσι, ο ομιλών χρησιμοποίησε, στη ρύμη του λόγου του, μία νεόπλαστη λέξη, κατά το «πυλώνας, θαμώνας, ελαιώνας» κ.ά. Ανύπαρκτη, βέβαια, στα λεξικά της Αρχαίας και της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.- Αναστάσιος Αγγ. Στέφος, «Πυλώνας, θαμώνας, ε, όχι και ταφώνας…», εφημερίδα Καθημερινή, 08.12.2020.
- ※ Εκπληκτοι και άναυδοι ακούσαμε προ ημερών σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης να αναγγέλλει, με έμφαση ότι: «ο δήμος έχει εξασφαλίσει “ταφώνες” (sic) για τους νεκρούς του κορωνοϊού», υπονοώντας ασφαλώς τους ομαδικούς τάφους.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τάφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χώρος ταφής σε καιρό πανδημίας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνας (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)