ταχεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταχεία | οι | ταχείες |
γενική | της | ταχείας | των | ταχειών |
αιτιατική | την | ταχεία | τις | ταχείες |
κλητική | ταχεία | ταχείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχεία < ουσιαστικοποίηση και απλοποίηση του όρου ταχεία αμαξοστοιχία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική train rapide ή την γερμανική Schnellzug
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταχεία θηλυκό
- το δρομολόγιο και το τρένο κατά τη διαδρομή του οποίου δεν γίνεται στάση σε όλους τους σταθμούς με αποτέλεσμα να φτάνει γρηγορότερα στους επιμέρους προορισμούς του
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ταχεία θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τᾰχείᾱ θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τᾰχεῖᾰ (θηλυκό με βραχεία κατάληξη)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)