ταχθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ταχθείς | η | ταχθείσα | το | ταχθέν |
γενική | του | ταχθέντος & ταχθέντα1 |
της | ταχθείσας & ταχθείσης* |
του | ταχθέντος |
αιτιατική | τον | ταχθέντα | την | ταχθείσα | το | ταχθέν |
κλητική | ταχθείς | ταχθείσα | ταχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ταχθέντες | οι | ταχθείσες | τα | ταχθέντα |
γενική | των | ταχθέντων | των | ταχθεισών | των | ταχθέντων |
αιτιατική | τους | ταχθέντες | τις | ταχθείσες | τα | ταχθέντα |
κλητική | ταχθέντες | ταχθείσες | ταχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ταχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος τάσσω
Μετοχή[επεξεργασία]
ταχθείς, -είσα, -έν
- που έχει ταχθεί υπέρ κάποιου ή μιας ιδέας, που είναι ταγμένος εναντίον κάποιου
- ↪ ο εισηγητής του νομοσχεδίου, ταχθείς κατά των τροποποιήσεων...
- που έχει οριστεί σε μία θέση
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τάσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρ ή κατά
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ταχθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ταχθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού του εξαρτημένου τύπου παθητικής φωνής του ρήματος τάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'παρευρεθείς' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)