ταχτάρισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχτάρισμα < ταχταρίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχτάρισμα ουδέτερο
- το να χορεύεις ένα βρέφος στην αγκαλιά σου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχτάρισμα
|