Μετάβαση στο περιεχόμενο

ταχτάρισμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχτάρισμα τα ταχταρίσματα
      γενική του ταχταρίσματος των ταχταρισμάτων
    αιτιατική το ταχτάρισμα τα ταχταρίσματα
     κλητική ταχτάρισμα ταχταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχτάρισμα < ταχταρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταχτάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]