ταχυβολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχυβολία θηλυκό
- η συμπεριφορά ή οι ιδιότητα ενός ταχυβόλου όπλου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυβολία
|