ταχυδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυδρομικός < ταχυδρομ(είο) + -ικός
- Και ουσιαστικοποιημένο ταχυδρομικός (εννοείται ουσιαστικό υπάλληλος).
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾo.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐δρο‐μι‐κός
- ομόηχο: ταχυδρομικώς
Επίθετο
[επεξεργασία]ταχυδρομικός, -ή, -ό
- που ανήκει ή σχετίζεται με το ταχυδρομείο ή με ταχυδρόμηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Τ.Κ. ή Τ.Τ.
- ταχυδρομικά (επίρρημα)
- ταχυδρομικώς (επίρρημα, λόγιο)
→ και δείτε τη λέξη ταχυδρόμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχυδρομικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ταχυδρομικός υπάλληλος, υπάλληλος ταχυδρομείου
- (ειδικότερα, επάγγελμα) ταχυδρόμος, ταχυδρομικός διανομέας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε και τη λέξη ταχυδρόμος
υπάλληλος ταχυδρομείου
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)