ταχυδρόμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταχυδρόμος (αυτός που τρέχει γρήγορα) < (ταχύς) ταχυ- + -δρόμος (δρόμος)

Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.çiˈðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐δρό‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχυδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) υπάλληλος του ταχυδρομείου που παραδίδει την αλληλογραφία στους παραλήπτες στο σπίτι τους ή την έδρα τους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ταχυδρόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταχυδρόμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ταχυδρόμος | τὸ | ταχυδρόμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ταχυδρόμου | τοῦ | ταχυδρόμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ταχυδρόμῳ | τῷ | ταχυδρόμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ταχυδρόμον | τὸ | ταχυδρόμον | ||
κλητική ὦ! | ταχυδρόμε | ταχυδρόμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ταχυδρόμοι | τὰ | ταχυδρόμᾰ | ||
γενική | τῶν | ταχυδρόμων | τῶν | ταχυδρόμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ταχυδρόμοις | τοῖς | ταχυδρόμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ταχυδρόμους | τὰ | ταχυδρόμᾰ | ||
κλητική ὦ! | ταχυδρόμοι | ταχυδρόμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταχυδρόμω | τὼ | ταχυδρόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταχυδρόμοιν | τοῖν | ταχυδρόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυδρόμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταχυ- + -δρόμος
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό .
Επίθετο
[επεξεργασία]ταχυδρόμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που τρέχει γρήγορα
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Ημίονος, 285.2
- «πατήρ μού ἐστιν ἵππος ὁ ταχυδρόμος, κἀγὼ δὲ αὐτῷ ὅλη ἀφωμοιώθην».
- «Πατέρα μου έχω το άλογο το γοργοποδαράτο, ίδιος με δαύτο είμαι κι εγώ, όλος από πάνω ώς κάτω».
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr Απόσπασμα από το μύθο: Το μουλάρι.
- «Πατέρας μου είναι το γρήγορο άλογο, και εγώ είμαι όμοιος με εκείνον, κληρονόμησα όλες τις αρετές του πατέρα μου.»
- Μετάφραση: Βικιθήκη.
- «Πατέρα μου έχω το άλογο το γοργοποδαράτο, ίδιος με δαύτο είμαι κι εγώ, όλος από πάνω ώς κάτω».
- «πατήρ μού ἐστιν ἵππος ὁ ταχυδρόμος, κἀγὼ δὲ αὐτῷ ὅλη ἀφωμοιώθην».
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου μῦθοι, Ημίονος, 285.2
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταχυδρόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- αγγελιαφόρος, δρομέας
- ※ 3ος/4ος κε αιώνας ⌘ Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1.13.5, p.v.4.p.40 @scaife.perseus
- Αντίγραφον ἐπιστολῆς γραφείσης ὑπὸ Αβγάρου τοπάρχου τῷ Ιησοῦ, καὶ πεμφθείσης αὐτῷ δι Ανανία ταχυδρόμου εἰς Ιεροσόλυμα.
- ※ 3ος/4ος κε αιώνας ⌘ Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1.13.5, p.v.4.p.40 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ταχυδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ταχυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δρόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ταχυ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -δρόμος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αίσωπο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)