ταχυκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ταχυκίνητος, -η, -ο
- αυτός που κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα από άλλη συμβατική
- ταχυκίνητος ανελκυστήρας, ταχυκίνητη αμαξοστοιχία, ταχυκίνητο σκάφος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- εύδρομος (ναυτικός όρος)
- ταχύπλοος (στη θάλασσα)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυκίνητος
|