ταχύμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταχύμετρο | τα | ταχύμετρα |
γενική | του | ταχύμετρου & ταχυμέτρου |
των | ταχύμετρων & ταχυμέτρων |
αιτιατική | το | ταχύμετρο | τα | ταχύμετρα |
κλητική | ταχύμετρο | ταχύμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχύμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tachymètre < αρχαία ελληνική ταχύς + μέτρον
- για το όργανο των τοπογράφων < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachymeter [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /taˈçi.me.tro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χύ‐με‐τρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταχύμετρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) όργανο που μετρά και καταγράφει την ταχύτητα ενός οχήματος (καθώς και τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν)
- (φυσική) όργανο που μετρά και καταγράφει την ταχύτητα περιστροφής ενός σώματος
- (τεχνολογία) όργανο που μετρά την ταχύτητα των βλημάτων ενός όπλου, τόσο εντός της κάννη όσο και στον αέρα
- (ναυτικός όρος) δρομόμετρο
- (τεχνολογία) όργανο τοπογράφων με το οποίο αποτυπώνεται κατά πλάτος και καθ’ ύψος μια περιοχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όργανο που μετρά και καταγράφει την ταχύτητα ενός οχήματος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ταχύμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ταχύ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)