ταχύπους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ταχύπους το ταχύπουν
      γενική του/της ταχύποδος του ταχύποδος
    αιτιατική τον/την ταχύποδα το ταχύπουν
     κλητική ταχύπους* ταχύπουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχύποδες τα ταχύποδα
      γενική των ταχυπόδων των ταχυπόδων
    αιτιατική τους/τις ταχύποδες τα ταχύποδα
     κλητική ταχύποδες ταχύποδα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση όπως στα αρχαία ελληνικά για σύνθετες λέξεις με το πούς.
Στην κοινή νεοελληνική, επίθετα σε -ποδος, -η, -ο.
Κατηγορία όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχύπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχύπους (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε ταχύ- + -πους

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχύπους, -ους, -ουν, γενική ενικού -ποδος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τᾰχῠποδ-
ονομαστική / ταχύπους τὸ ταχύπουν
      γενική τοῦ/τῆς ταχύποδος τοῦ ταχύποδος
      δοτική τῷ/τῇ ταχύπόδ τῷ ταχύποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ταχύποδ τὸ ταχύπουν
     κλητική ! ταχύπους ταχύπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταχύποδες τὰ ταχύποδ
      γενική τῶν ταχυπόδων τῶν ταχυπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ταχύποσῐ(ν) τοῖς ταχύποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταχύποδᾰς τὰ ταχύποδ
     κλητική ! ταχύποδες ταχύποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταχύποδε τὼ ταχύποδε
      γεν-δοτ τοῖν ταχυπόδοιν τοῖν ταχυπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχύπους < (ταχύς) ταχύ- + -πους (πούς). Επίσης ουσιαστικοποιημένο και στα τρία γένη.

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχύπους, -ους, -ουν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]