ταχύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχύς < αρχαία ελληνική ταχύς
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ταχύς -εία -ύ
Βαθμοί επιθέτου & επιρρήματος[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ταχεία (για τραίνο)
- ταχιά
- ταχύ
- ταχύνω
- ταχύτης, ταχύτητα
- επιταχύνω
- ταχύπους
- επιτάχυνση
- ταχύτατα (επίρρημα)
- ταχογράφος
- ταχόμετρο, ταχύμετρο
- ταχύπλοο
- ταχύπνοια
- ταχύρυθμος
- ταχυπορώ
- ταχυδρομείο
- ταχύνους
- ταχυπαλμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχύς
→ δείτε τη λέξη γρήγορος |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχύς < πιθανόν να συνδέεται με το ὠκύς όχι μόνο εννοιολογικά αλλά και ετυμολογικά
Επίθετο[επεξεργασία]
ταχύς, ταχεῖα, ταχύ (ταχύτερος ο συγκριτικός βαθμός, και ταχύτατος, τάχιστος, θάσσων και θάττων ο υπερθετικός)
[επεξεργασία]
- ταχέως και ταχύ επιρρήματα, γρήγορα, με συγκριτικό βαθμό θᾶσσον και θᾶττον
- τάχα (επίρρημα: αμέσως, γρήγορα, αλλά και ίσως, πιθανότατα και ασφαλώς)
- ταχινός (ταχύς)
- τάχος
- ταχύνω
- ταχύτης
- ταχυάλωτος
- ταχυβάτης
- ταχύβουλος
- ταχυεργός
- ταχυήρης
- ταχύμορος
- ταχυναυτέω
- ταχύπομπος
- ταχύπορος
- ταχύποτμος
- ταχύπους
- ταχύπτερος
- ταχύπωλος
- ταχύρροθος
- ταχύρρωστος