ταχύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταχυτής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταχύτης αἱ ταχύτητες
      γενική τῆς ταχύτητος τῶν ταχυτήτων
      δοτική τῇ ταχύτητι ταῖς ταχύτησι(ν)
    αιτιατική τὴν ταχύτητα τὰς ταχύτητᾰς
     κλητική ! ταχύτης ταχύτητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταχυτής με μετακίνηση τόνου → και δείτε τη λέξη ταχύτητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταχύτης, -ητος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]