ταϊσμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταϊσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταΐζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ταϊσμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ταΐζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταϊσμένος
|