ταϊτιανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταϊτιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
![]() |
ταϊτιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό