ταύρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταύρος | οι | ταύροι |
γενική | του | ταύρου | των | ταύρων |
αιτιατική | τον | ταύρο | τους | ταύρους |
κλητική | ταύρε | ταύροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταύρος < αρχαία ελληνική (ταῦρος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταύρος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό: αρσενικό βόδι, ικανό προς αναπαραγωγή
- (μεταφορικά) δυνατός άντρας
- (μεταφορικά) πολύ θυμωμένος
- «Ταύρος μαινόμενος εντός υαλοπωλείου» έγινε πάλι με τα καμώματα της πεθεράς του!!!
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
βόδι | ταύρος | αγελάδα | μοσχάρι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταύρος
|