τα κάνω θάλασσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τα, κάνω, θάλασσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

τα κάνω θάλασσα (el)

  1. κάνω-προκαλώ μεγάλη ζημιά
  2. κάνω μεγάλο λάθος-σφάλμα
  3. έχω πολύ κακή επίδοση σε κάτι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]