τα κακάρωσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τα κακάρωσα < κακαρώνω στον αόριστο κακάρωσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta‿kaˈka.ɾo.sa/

Έκφραση[επεξεργασία]

τα κακάρωσα

Συνώνυμα[επεξεργασία]