τα παίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τα παίζω < → δείτε τη λέξη τα (ουδέτερο, πληθυντικός) & παίζω

Έκφραση[επεξεργασία]

τα παίζω

  1. τρελαίνομαι, φρικάρω, χάνω τον έλεγχο
    Τα 'χω παίξει σήμερα! Δεν μπορώ άλλο!
  2. (για μηχάνημα) υπάρχει βλάβη, χαλάω
    Το κινητό τα 'παιξε! Ήρθε η ώρα ν' αγοράσω ένα καινούργιο.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]