Μετάβαση στο περιεχόμενο

τειχεσιπλῆτα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική      *τειχεσιπλήτης     
      γενική
      δοτική
    αιτιατική
     κλητική ! τειχεσιπλῆτα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ      
γεν-δοτ  
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τειχεσιπλῆτα < (τείχος) τειχεσ- + (πελάω), θέμα ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τειχεσιπλῆτα: κλητική ενικού του αμάρτυρου *τειχεσιπλήτης, (ελλειπτικό ουσιαστικό)