τειχομαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τειχομαχώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τειχομαχῶ, συνηρημένος τύπος του τειχομαχέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.xo.maˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τει‐χο‐μα‐χώ}}
Ρήμα[επεξεργασία]
τειχομαχώ, αόρ.: τειχομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (παρωχημένο) πολεμάω γύρα από τα τείχη
- (παρωχημένο) πολεμάω για την υπεράσπιση των τειχών]]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τείχος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τειχομαχώ | τειχομαχούσα | θα τειχομαχώ | να τειχομαχώ | τειχομαχώντας | |
β' ενικ. | τειχομαχείς | τειχομαχούσες | θα τειχομαχείς | να τειχομαχείς | ||
γ' ενικ. | τειχομαχεί | τειχομαχούσε | θα τειχομαχεί | να τειχομαχεί | ||
α' πληθ. | τειχομαχούμε | τειχομαχούσαμε | θα τειχομαχούμε | να τειχομαχούμε | ||
β' πληθ. | τειχομαχείτε | τειχομαχούσατε | θα τειχομαχείτε | να τειχομαχείτε | τειχομαχείτε | |
γ' πληθ. | τειχομαχούν(ε) | τειχομαχούσαν(ε) | θα τειχομαχούν(ε) | να τειχομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τειχομάχησα | θα τειχομαχήσω | να τειχομαχήσω | τειχομαχήσει | ||
β' ενικ. | τειχομάχησες | θα τειχομαχήσεις | να τειχομαχήσεις | τειχομάχησε | ||
γ' ενικ. | τειχομάχησε | θα τειχομαχήσει | να τειχομαχήσει | |||
α' πληθ. | τειχομαχήσαμε | θα τειχομαχήσουμε | να τειχομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | τειχομαχήσατε | θα τειχομαχήσετε | να τειχομαχήσετε | τειχομαχήστε | ||
γ' πληθ. | τειχομάχησαν τειχομαχήσαν(ε) |
θα τειχομαχήσουν(ε) | να τειχομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τειχομαχήσει | είχα τειχομαχήσει | θα έχω τειχομαχήσει | να έχω τειχομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τειχομαχήσει | είχες τειχομαχήσει | θα έχεις τειχομαχήσει | να έχεις τειχομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τειχομαχήσει | είχε τειχομαχήσει | θα έχει τειχομαχήσει | να έχει τειχομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τειχομαχήσει | είχαμε τειχομαχήσει | θα έχουμε τειχομαχήσει | να έχουμε τειχομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τειχομαχήσει | είχατε τειχομαχήσει | θα έχετε τειχομαχήσει | να έχετε τειχομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τειχομαχήσει | είχαν τειχομαχήσει | θα έχουν τειχομαχήσει | να έχουν τειχομαχήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τειχομαχώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)