τεκμήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τεκμήριον τὰ τεκμήρι
      γενική τοῦ τεκμηρίου τῶν τεκμηρίων
      δοτική τῷ τεκμηρί τοῖς τεκμηρίοις
    αιτιατική τὸ τεκμήριον τὰ τεκμήρι
     κλητική ! τεκμήριον τεκμήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεκμηρίω
γεν-δοτ τοῖν  τεκμηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεκμήριον < θέμα τεκμηρ- όπως στο τεκμήρασθαι του τεκμαίρομαι < τέκμαρ + -ιον [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεκμήριον ουδέτερο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]