τεκμαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεκμαίρω < ενεργητική φωνή του τεκμαίρομαι. Μόνο σε ποιητές μετά τον Όμηρο.

Ρήμα[επεξεργασία]

τεκμαίρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]