τεκμηρίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκμηρίωση < ελληνιστική κοινή τεκμηρίωσις < αρχαία ελληνική τεκμηριόω / τεκμηριῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɛ.kmi.ˈɾi.ɔ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεκμηρίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τεκμηριώνω
- (πληροφορική) οι οδηγίες χρήσης ενός λογισμικού (software) για τον απλό χρήστη ή και οι τεχνικές οδηγίες για τον εξειδικευμένο χρήστη
- (προγραμματισμός) τα σχόλια (comments) που γράφονται μαζί με τον κώδικα και εξηγούν την χρήση συναρτήσεων (functions), βιβλιοθηκών (libraries) και γενικότερα την λογική του κώδικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκμηρίωση