τεκμηριωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεκμηριωτικός η τεκμηριωτική το τεκμηριωτικό
      γενική του τεκμηριωτικού της τεκμηριωτικής του τεκμηριωτικού
    αιτιατική τον τεκμηριωτικό την τεκμηριωτική το τεκμηριωτικό
     κλητική τεκμηριωτικέ τεκμηριωτική τεκμηριωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεκμηριωτικοί οι τεκμηριωτικές τα τεκμηριωτικά
      γενική των τεκμηριωτικών των τεκμηριωτικών των τεκμηριωτικών
    αιτιατική τους τεκμηριωτικούς τις τεκμηριωτικές τα τεκμηριωτικά
     κλητική τεκμηριωτικοί τεκμηριωτικές τεκμηριωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεκμηριωτικός < τεκμηριώνω + -τικός < τεκμήριο

Επίθετο[επεξεργασία]

τεκμηριωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]