τεκτονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεκτονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεκτονικός < τέκτων τεκτον- + -ικός < πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ)
- μασονικός < μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική massonico
- γεωλογικός όρος: μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική tektonisch[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.kto.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐κτο‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]τεκτονικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον τέκτονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον ελευθεροτέκτονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (γεωλογία) που έχει σχέση με τον στερεό φλοιό της γης και τη δομή του ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τέκτονας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεκτονικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τεκτονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)