τελείως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελείως < αρχαία ελληνική τελείως < τέλειος
Επίρρημα[επεξεργασία]
τελείως