τελεστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελεστικός < αρχαία ελληνική τελεστικός < τελεστής < τέλεσις < τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)(σε κάποιες περιπτώσεις (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική operational)
Επίθετο[επεξεργασία]
τελεστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τελεστικός