τελεσφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελεσφόρος < αρχαία ελληνική τελεσφόρος < τέλος (θέμα: τέλεσ-) + φέρω
Επίθετο[επεξεργασία]
τελεσφόρος, -α / -ος, -ο
- (λόγιο) που καταλήγει σε επιτυχία, που τελεσφορεί