τελωνοφύλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελωνοφύλακας οι τελωνοφύλακες
      γενική του τελωνοφύλακα των τελωνοφυλάκων
    αιτιατική τον τελωνοφύλακα τους τελωνοφύλακες
     κλητική τελωνοφύλακα τελωνοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελωνοφύλακας < τελωνο(φυλακή) + -ο- + -φύλακας[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τελωνοφύλακας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]