τεμαχιστός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεμαχιστός < ελληνιστική < τεμαχίζω
Επίθετο
[επεξεργασία]τεμαχιστός, -ή, -ό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεμαχιστός
|