τεμπέλικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεμπέλικος η τεμπέλικη το τεμπέλικο
      γενική του τεμπέλικου της τεμπέλικης του τεμπέλικου
    αιτιατική τον τεμπέλικο την τεμπέλικη το τεμπέλικο
     κλητική τεμπέλικε τεμπέλικη τεμπέλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεμπέλικοι οι τεμπέλικες τα τεμπέλικα
      γενική των τεμπέλικων των τεμπέλικων των τεμπέλικων
    αιτιατική τους τεμπέλικους τις τεμπέλικες τα τεμπέλικα
     κλητική τεμπέλικοι τεμπέλικες τεμπέλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεμπέλικος < τεμπέλ(ης) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

τεμπέλικος, -η, -ο

  1. ο σχετικός με τον τεμπέλη
    τεμπέλικη ζωή
  2. ο ταιριαστός του τεμπέλη, που χαρακτηρίζει τον τεμπέλη
    τεμπέλικο σκυλί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]