τεμπέλικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεμπέλικος < τεμπέλ(ης) + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]τεμπέλικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τον τεμπέλη
- τεμπέλικη ζωή
- ο ταιριαστός του τεμπέλη, που χαρακτηρίζει τον τεμπέλη
- τεμπέλικο σκυλί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τεμπέλης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεμπέλικος
|