τεμπελιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεμπελιά οι τεμπελιές
      γενική της τεμπελιάς των τεμπελιών
    αιτιατική την τεμπελιά τις τεμπελιές
     κλητική τεμπελιά τεμπελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεμπελιά < τεμπέλ(ης) + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tem.beˈʎa/ και σε γρήγορο λόγο: te.beˈʎa
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐μπε‐λιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεμπελιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]