τεμπελιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεμπελιάζω < τεμπέλ(ης) + -ιάζω[1] < τουρκική tembel < περσική تنبل (tambal: τεμπέλης, νωθρός)

τεμπελιάζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]